Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Αθανάσιος Λευκαδίτης. Ο "παππούς" του Ελληνικού Προσκοπισμού


1908. Στο Λονδίνο, διεξάγονται οι 4οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αρχηγός της ελληνικής αθλητικής ομάδας είναι ο γυμναστής Αθανάσιος Λευκαδίτης. Παράλληλα, την ίδια χρονιά, ο Άγγλος στρατηγός Robert Stephenson Smyth Baden Powell εκδίδει ένα φυλλάδιο που κάνει πάταγο. Πρόκειται για το περιοδικό Scouting for Boys, που μιλά για μια διαφορετική μέθοδο αγωγής των παιδιών και πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία στη συντηρητική βρετανική κοινωνία.
Την τελευταία μέρα των Ολυμπιακών Αγώνων, οι Άγγλοι πρόσκοποι κάνουν επίδειξη του προγράμματος τους στο στάδιο, για να τους γνωρίσει ο κόσμος. Την παράσταση παρακολουθεί και ο Λευκαδίτης, με αποτέλεσμα να του γίνει αμέσως πιστεύω ότι, ο αγγλικός προσκοπισμός θα μπορούσε να εφαρμοστεί κάλλιστα στην Ελλάδα. Η ιδέα του διατρανώθηκε ακόμα περισσότερο, από το περιστατικό μιας συνάντησης που είχε, σε κεντρικό κατάστημα του Λονδίνου, με έναν Άγγλο πρόσκοπο.

- Τι είσαι εσύ;
- «Πρόσκοπος».
- Και τι είναι «Πρόσκοπος»;
- Είναι ένα παιδί, που του αρέσει να ζει στο ύπαιθρο και να παίζει μαζί με άλλα παιδιά ένα ευχάριστο παιχνίδι, που του μαθαίνει πολλά πράγματα, ικανά να τον κάνουν χρήσιμο στον εαυτό του και στους γύρω του. Που προσπαθεί να τηρεί μια Υπόσχεση, την Προσκοπική Υπόσχεση και ένα Νόμο, τον Νόμο των Προσκόπων και έχει σκοπό του να βοηθά τους άλλους, με την καθημερινή του καλή πράξη.
- Έκανες εσύ σήμερα, ως «Πρόσκοπος», κάποια καλή πράξη;- Όχι αλλά θα την κάνω τώρα. Κατάλαβα ότι είστε ξένος. Διαβάστε λοιπόν αυτά τα βιβλία και ίσως θελήσετε να μεταφέρετε τον προσκοπισμό στην πατρίδα σας.

Η εντύπωση που προκάλεσε το παιδί στον Έλληνα γυμναστή ήταν καταπληκτική. Αμέσως, ο Λευκαδίτης διέθεσε τις υπόλοιπες μέρες του στη μελέτη του προσκοπισμού. Ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος, για να εισαγάγει τον προσκοπισμό στην Ελλάδα. Ο θαυμασμός του για τη φυσική αγωγή, τα πατριωτικά του αισθήματα και η πεποίθηση του ότι ο προσκοπισμός είναι απαύγασμα της ελληνικής σκέψης, τον έπεισαν ότι το πρωτοποριακό αυτό σύστημα έπρεπε να έλθει στην Ελλάδα.


Η προσπάθειά του αυτή θα βρει γόνιμο έδαφος, στο ελληνικό εκπαιδευτήριο του Δημήτρη Μακρή, όπου την εποχή εκείνη, ο Λευκαδίτης είναι καθηγητής γυμναστικής. Εδώ, θα σχηματίσει τον πρώτο προσκοπικό πυρήνα, με μαθητές του. Η πρώτη ενωμοτία Ελλήνων προσκόπων, με αρχηγό τον ίδιο, αποτελείται από 10 προσκόπους.
Το Νοέμβριο του 1910, το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα. Εισάγει πλέον επίσημα τον προσκοπισμό στην Ελλάδα, με την ίδρυση της πρώτης προσκοπικής ομάδας. Στο γενικό μητρώο του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων, οι πρώτες εγγραφές είναι του Λευκαδίτη και των 10 προσκόπων του, με ημερομηνία εγγραφής, το Δεκέμβριο του 1910.
Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες στον κόσμο, που ίδρυσαν προσκοπικές ομάδες. Όταν οι πρόσκοποι του Λευκαδίτη εμφανίστηκαν με στολή στην Αθήνα, προξένησαν μεγάλη εντύπωση. Την εποχή εκείνη η στολή, το κοντάρι και το σακίδιο στην πλάτη προκαλούσαν την περιέργεια και τα σχόλια των Αθηναίων.


Γρήγορα, η ομάδα άρχισε να προοδεύει. Από τα μέσα του 1911, περιλάμβανε μαθητές από διάφορα σχολεία και έκανε συχνά εκδρομές. Ωστόσο, παρά την προσέλευση νέων μελών, ο Λευκαδίτης δεν μένει ικανοποιημένος. Πιστεύει ότι ο προσκοπισμός πρέπει να γίνει ευρύτερα γνωστός. Γι’ αυτό, το Φεβρουάριο του 1911, οργανώνει διάλεξη, στην οποία εξηγεί τη νέα παιδαγωγική μέθοδο και καλεί τους παριστάμενους να βοηθήσουν. Η απήχηση της διάλεξης ήταν μεγάλη. Διακεκριμένα μέλη της τότε κοινωνίας αναλαμβάνουν να βοηθήσουν. Σχηματίζεται η πρώτη πενταμελής επιτροπή του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων και το Μάιο του 1912, ο Προσκοπισμός λαμβάνει πλέον επίσημη μορφή, αφού με βασιλικό διάταγμα, αναγνωρίζεται το καταστατικό του.


Τον Ιούνιο του 1911, ο Λευκαδίτης οργανώνει την πρώτη προσκοπική κατασκήνωση στο δάσος της Μαγκουφάνας, στη σημερινή Πεύκη και δέχεται τα συγχαρητήρια του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ελευθέριου Βενιζέλου, για την άρτια λειτουργία της.
Το 1912, πραγματοποιεί με τους προσκόπους του, την πρώτη μεγάλη δενδροφύτευση στην Αθήνα, επαναλαμβάνοντας την και τις επόμενες χρονιές και δημιουργώντας μια παράδοση που διατηρείται μέχρι σήμερα.


Το 1914, ο Λευκαδίτης είναι οργανωτής και επικεφαλής της πρώτης μεγάλης επίδειξης προσκόπων, στο Παναθηναϊκό στάδιο, που ενθουσίασε το αθηναϊκό κοινό. Οι 850 πρόσκοποι της Αθήνας και του Πειραιά εντυπωσίασαν τον κόσμο με την οργάνωση, την τάξη και τη μεθοδικότητά τους. Ο τύπος της επόμενης μέρας δημοσίευσε ενθουσιώδεις περιγραφές και σχόλια. Η επίδειξη πραγματοποιήθηκε και τον επόμενο χρόνο, με μεγάλη επιτυχία.
Στις 3 Ιουνίου του 1914, ο Λευκαδίτης, παρά τις προσπάθειες του Διοικητικού Συμβουλίου να τον μεταπείσει, υποβάλλει την παραίτησή του, διαφωνώντας σε βασικά θέματα, γύρω από την τακτική της τότε διοικητικής ιεραρχίας. Η αποχώρηση του όμως δε θα διαρκέσει πολύ.
Το 1920, οι αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις είχαν ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι βαθμοφόροι να έχουν κληθεί στο στρατό. Η προσκοπική δραστηριότητα στην Αθήνα παρουσιάζει κάμψη. Μόνος κατάλληλος για να σώσει την κατάσταση κρίνεται ο Λευκαδίτης, που αναλαμβάνει την ανασυγκρότηση της περιφέρειας Αττικής και Βοιωτίας. Τα αποτελέσματα δεν αργούν να φανούν.


Τον Αύγουστο, οργανώνει 20ήμερη κατασκήνωση. Η ανέλπιστα μεγάλη προσέλευση τον αναγκάζει να την παρατείνει, μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη. Εκτός από την ψυχαγωγία και την εκπαίδευση, το πρόγραμμα περιλαμβάνει μαθήματα κολύμβησης, ναυαγοσωστικής και ιστιοπλοΐας, για την οποία, εκτός από τη δική του βάρκα, επιστράτευσε και τις βάρκες των φίλων του.
Τον Ιούλιο του 1920, διοργανώνεται στο Λονδίνο το 1ο Παγκόσμιο Προσκοπικό Τζάμπορι. Η Ελλάδα συμμετέχει με 43 προσκόπους και αρχηγό το Λευκαδίτη. Η εμφάνισή τους ήταν εντυπωσιακή. Οι εφημερίδες του Λονδίνου, επί μέρες, δημοσίευαν φωτογραφίες και περιγραφές των επιδείξεων της ελληνικής ομάδας.
Τον επόμενο χρόνο, το νέο Διοικητικό Συμβούλιο τον εκλέγει Γενικό Έφορο. Από τη θέση αυτή, εργάζεται αποδοτικά για ένα χρόνο. Σε αναγνώριση της μεγάλης προσφοράς του προς τον ελληνικό προσκοπισμό, του απονέμεται η μεγαλύτερη τότε προσκοπική τιμητική διάκριση, το Αριστείο του Προσκοπικού Φοίνικα Α’ Τάξεως. Το 1923, ξαναγυρίζει στην ενεργό δράση, ως αναπληρωτής Γενικός Έφορος, για να παραμείνει στη θέση αυτή, μέχρι το 1926.
Το 1924, ο Λευκαδίτης οδηγεί την πρώτη ανάβαση προσκόπων στην κορυφή του Χελμού. Στην επιστροφή, η ομάδα επισκέπτεται τα Μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου.
Ο προσκοπισμός τον πικραίνει, το 1926, όταν με τη λήξη της θητείας του, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν του ανανεώνει την εντολή. Η τότε δικτατορία του Πάγκαλου, αλλά και αργότερα οι δικτατορίες του Κονδύλη και του Μεταξά, δεν ήθελαν τον δημοκρατικών πεποιθήσεων Αθανάσιο Λευκαδίτη, στη διοίκηση του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων.


Ο Λευκαδίτης δεν δείχνει τη λύπη του, ούτε μνησικακεί. Αντίθετα, σε μια έξαρση προσκοπικής υψηλοφροσύνης, στέλνει μήνυμα στους προσκόπους του, καλώντας τους να εργαστούν με αγάπη και αφοσίωση για τις προσκοπικές αρχές. Στην 1η Πανελλήνια Προσκοπική Συγκέντρωση, που πραγματοποιείται τον ίδιο χρόνο, είναι παρών και βοηθά, με κάθε τρόπο, στην οργάνωση της επίδειξης.


Τα επόμενα χρόνια, ο Λευκαδίτης συνεχίζει με ζήλο το έργο του, πάντα πιστός στις προσκοπικές του αρχές, έτοιμος να βοηθήσει και να προσφέρει, από οποιαδήποτε θέση, ακόμα και ως απλός αρχηγός, αυτός, που ήταν ο ιδρυτής του Ελληνικού προσκοπισμού και τρεις φορές Γενικός Έφορος. Την 4η Αυγούστου του 1936, στην Ελλάδα επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά. Τον Ιανουάριο του 1937, ο Λευκαδίτης παραιτείται δυσαρεστημένος από τη θέση του Αρχηγού της 7ης Ομάδας Προσκόπων Αθηνών και σταματά να ασχολείται με τα διοικητικά του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων.


Ο Αθανάσιος Λευκαδίτης, ο «παππούς», όπως τον αποκαλούσαν οι πρόσκοποι που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν στα στερνά του, ο Ιδρυτής του Ελληνικού Προσκοπισμού, ήταν αθλητής, γυμναστής, προπονητής και φανατικός λάτρης της ζωής υπαίθρου, με μια δράση που ξάφνιαζε την κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα. Απλός, τίμιος, με αδαμάντινο χαρακτήρα, προκαλούσε την αγάπη και το σεβασμό. Τα παιδιά τον λάτρευαν. Δεν επεδίωκε αξιώματα και τιμές. Διαπαιδαγώγησε χιλιάδες προσκόπους, μαθητές και αθλητές και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες.
Από τα μαθητικά του χρόνια, ο Λευκαδίτης αφιέρωνε πολλές ώρες στη φυσική αγωγή, στο κολύμπι, και στην ποδηλασία. Η κλίση του στον κλασικό αθλητισμό, τον οδήγησε, τη διετία 1897-1899, να φοιτήσει στην Ειδική Γυμναστική Σχολή. Αποφοίτησε δεύτερος στη βαθμολογία και διορίστηκε καθηγητής Γυμναστικής, στην ίδια σχολή. Μέσα σε τρία χρόνια, προάγεται, αναλαμβάνοντας και τη θέση του διευθυντή του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου. Παράλληλα, διδάσκει ως καθηγητής γυμναστικής στο «Ελληνικό Εκπαιδευτήριο» του Δημήτρη Μακρή, το οποίο θα αποτελέσει και το φυτώριο των πρώτων του προσκόπων. Στις θέσεις αυτές θα παραμείνει επί 20 και πλέον χρόνια, μέχρι το 1922. Εκείνη τη χρονιά, παραιτείται και αναλαμβάνει καθηγητής γυμναστικής στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, θέση την οποία τίμησε μέχρι το 1934, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Ο Λευκαδίτης πίστευε ακράδαντα ότι η αγάπη για τη φύση και τον αθλητισμό δεν αναπτύσσει μόνο το σώμα, αλλά διαμορφώνει χαρακτήρα, ισότιμα για τα αγόρια και τα κορίτσια. Η πείρα και η επιστημονική καθοδήγησή του, έδωσαν στους μαθητές του την ευκαιρία, να κατακτούν περίλαμπρες νίκες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Παράλληλα με τον κλασικό αθλητισμό, το 1908, ο Λευκαδίτης διαιτητεύει σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, ενώ το 1920, πρωτοστατεί στη διάδοση των πρωτόγνωρων τότε στην Ελλάδα αγωνισμάτων του βόλεϊ και του μπάσκετ.
Ο Λευκαδίτης απολάμβανε το σεβασμό όλου του αθλητικού χώρου, για τις πλατιές γνώσεις, το ήθος και το χαρακτήρα του. Η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων και η Ένωση Αθλητικών και Γυμναστικών Συλλόγων ζητούσαν συχνά τις υπηρεσίες του, τις οποίες ο ίδιος πρόσφερε πρόθυμα. Συμμετείχε σε πολλές αντιπροσωπείες ελληνικών αθλητικών ομάδων στο εξωτερικό και διετέλεσε μέλος σε διοικητικά συμβούλια πολλών αθλητικών σωματείων, καθώς και μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων.
Ως αθλητής του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου, διακρίθηκε σε αγώνες γυμναστικής και αναρρίχησης, ενώ ήταν και μανιώδης ποδηλάτης. Με το αγαπημένο του ποδήλατο, πήγαινε στην εργασία του, στις γειτονιές της Αθήνας και στην ύπαιθρο.  Ο Λευκαδίτης ήταν ένας επαναστάτης, σε μια εποχή που οι κάτοικοι των πόλεων αγνοούσαν την ύπαιθρο και οι κάτοικοι των χωριών δεν την εκτιμούσαν.


Χαιρόταν να ζει στην ξύλινη εξοχική κατοικία του, στη Βούλα, όπου φιλοξενούσε τους φίλους του, είχε δική του βάρκα, για κωπηλασία και ψάρεμα. Αγαπούσε πολύ το κολύμπι και ήταν άριστος κυνηγός.
Η μεγάλη προσφορά του ήταν ότι στράφηκε στους νέους. Φανατικός οπαδός της ελεύθερης ανατροφής των παιδιών, με το παράδειγμα και τις παροτρύνσεις του, οδηγούσε συχνά τους μαθητές του σε εκδρομές, πεζοπορίες, ορειβασίες, κωπηλασίες και κατασκηνώσεις, ξαφνιάζοντας την κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα. Η αγάπη του για τα παιδιά ήταν φανερή, σε κάθε στιγμή της ζωής του. Υπήρξε ο πρώτος αρχηγός παιδικής εξοχής στην Ελλάδα, το 1911, στη Βουλιαγμένη, και μάλιστα μεικτής, γεγονός πρωτοποριακό για την εποχή του.
Το 1931 και ενώ συνεχιζόταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου ενίσχυαν τις νέες ιδέες. Στο τέλος του σχολικού έτους 1930 -1931, ολόκληρο το Μαράσλειο Διδασκαλείο μεταφέρθηκε στην εξοχή και συνέχισε τα μαθήματά του σε κατασκήνωση, με άριστα αποτελέσματα. Εμπνευστής του πρωτοποριακού αυτού εγχειρήματος ήταν ο Αθανάσιος Λευκαδίτης.
Ο Λευκαδίτης ήταν αγνός χριστιανός, δίκαιος, ταπεινός και φιλάνθρωπος. Ήταν οικονομικά ανεξάρτητος. Αγαπούσε τους συνανθρώπους του και κυρίως τους νέους. Διέθετε χρόνο και χρήματα για το έθνος, την κοινωνία και τα παιδιά, ακόμα και πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Δεκάδες ήταν οι δωρεές του, σε ομάδες προσκόπων και οδηγών, στο ΠΙΚΠΑ, σε συλλόγους και σε άπορα παιδιά.
Τα πρώτα χτυπήματα κλόνισαν την υγεία του το 1939, όταν η δικτατορία του Μεταξά διέλυσε το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων και το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών, για να καταστήσει κυρίαρχη και υποχρεωτική την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, την Ε.Ο.Ν., την οποία ίδρυσε και καθοδηγούσε ο ίδιος ο Μεταξάς.
Μόλις άρχισε η κατοχή, η Ε.Ο.Ν. διαλύθηκε. Οι πρόσκοποι άρχισαν να ανασυντάσσονται κρυφά. Αρκετές προσκοπικές ομάδες έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις, χωρίς στολή, πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο υπόγειο κάποιου άλλου, παρά τις τρομερές στερήσεις και τον κίνδυνο που διέτρεχαν.
Την περίοδο 1941 – 1944, οι Γερμανοί του Χίτλερ και οι Ιταλοί του Μουσολίνι είχαν στερήσει από τον ελληνικό λαό την ελευθερία και το ψωμί του και ο θάνατος θέριζε καθημερινά τους εξαντλημένους από την πείνα Έλληνες. Ο Λευκαδίτης, ηλικιωμένος πια και αδύναμος, έπασχε από μαρασμό και εξάντληση. Τον Ιούνιο του 1942, έμενε στο σπίτι του, στη Βούλα. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, δείχνοντας και πάλι έμπρακτα την αγάπη του για τα παιδιά, αποδέχεται τη θέση του αρχηγού των παιδικών εξοχών του Δήμου Αθηναίων, για τα φτωχά παιδιά, στο Ζούμπερι.
Το 1943, τα προβλήματα στην υγεία του γίνονται όλο και πιο έντονα. Το νήμα της ζωής του μεγάλου αυτού ευεργέτη, κόπηκε στις 18 Ιουνίου του 1944. Πέθανε από εξάντληση, σε ηλικία 72 ετών, άγαμος, χωρίς παιδιά, έχοντας προσφέρει μεγάλο έργο στην αγωγή χιλιάδων νέων.


Η κηδεία του έγινε την επόμενη μέρα, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Παρά την τρομοκρατία και την αγριότητα του κατακτητή, εκείνο το απόγευμα, συγκεντρώθηκαν, με πολιτική περιβολή, τριακόσιοι περίπου Βαθμοφόροι και Πρόσκοποι, από τις τριάντα ομάδες, που δρούσαν τότε κρυφά στην Αθήνα και στον Πειραιά, για να αποδώσουν τον ύστατο φόρο τιμής στο μεγάλο αυτό ανθρωπιστή και να τον αποχαιρετήσουν, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο.

Παρά τον θάνατο του ιδρυτή , τα επόμενα χρόνια ο προσκοπισμός επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και μέχρι σήμερα είναι ζωντανός και ενεργός δίνοντας την ευκαιρία σε εκατοντάδες νέους να ζήσουν μοναδικές εμπειρίες, καλλιεργώντας το πνεύμα και προσφέροντας απλόχερα βοήθεια στο κοινωνικό σύνολο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου